περίβλεπτος

περίβλεπτος
Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.).
* * *
-η, -ο / περίβλεπτος, -ον, ΝΜΑ [περιβλέπω]
1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από οποιαδήποτε θέση, ορατός από παντού, περίοπτος
2. μτφ. αυτός που όλοι τόν εκτιμούν και τόν θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική θέση» β. «ὅς... περίβλεπτος ἦν παρά τοῑς Συρακοσίοις» — ο οποίος ήταν περιφανής ανάμεσα στους Συρακουσίους, Διόδ.)
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Περίβλεπτος
προσωνυμία τής Θεοτόκου
αρχ.
λεγόταν ως τιμητικός τίτλος.
επίρρ...
περιβλέπτως ΝΑ
κατά τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίβλεπτος — looked at from all sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβλεπτος — η, ο 1. αυτός που βλέπεται από παντού. 2. αυτός που θαυμάζεται απ όλους, περιφανής, έξοχος: Η κοινωνική του θέση είναι περίβλεπτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβλέπτως — περίβλεπτος looked at from all sides adverbial περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβλεπτον — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc sg περίβλεπτος looked at from all sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλεπτοτέρῳ — περίβλεπτος looked at from all sides masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλεπτότατοι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλεπτότατος — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλεπτότεροι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλέπτοιν — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλέπτοις — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”